- λεπτῶς
- λεπτόςpeeledadverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λεπτώς — (AM λεπτῶς) επίρρ. βλ. λεπτός … Dictionary of Greek
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale
λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… … Dictionary of Greek
τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… … Dictionary of Greek
ՄԱՆՐ — (նու, նունք, նունց.) NBH 2 0207 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c ա. (լծ. լտ. մինօր, մինուս, մինու՛դուս. λεπτός tenuis, tener, minutus. Փոքրիկ եւ նուրբ, որպէս մասն մասին. մանտր, պզիկ. ...… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՄԱՆՐԱՊԱՏՈՒՄ — ( ) NBH 2 0208 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c ա.մ. λεπτός minutus, accuratus λεπτῶς minute, accurate. Մանրամասնաբար պատմեալ, ճառեալ. եւ պատմելով, զննելով. *Պատմել ձեզ մի ըսի միոջէ մանրապատում նշանօք: Առեալ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)